- συγγραφικοῦ
- συγγραφικόςgiven to writingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
απόσπασμα — το (ΑΜ ἀπόσπασμα) μσν. νεοελλ. τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράση νεοελλ. 1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας 2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεση αρχ … Dictionary of Greek
ψευδάγγελος — ο/ ψευδάγγελος, ον, ΝΑ άτομο που φέρνει ψευδείς αγγελίες ή εσφαλμένες πληροφορίες αρχ. φρ. «Ὀδυσσεὺς ὁ ψευδάγγελος» τίτλος συγγραφικού έργου (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἄγγελος] … Dictionary of Greek
Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… … Dictionary of Greek
Βερνταγκουέρ, Χαθίντο — (Jacinto Verdaguer, Φολγκαρόλας 1845 – Βαλβιντρέρα 1902). Καταλανός ποιητής, εθνικός ποιητής των Καταλανών (η ορθή προφορά του επιθέτου στα καταλανικά είναι Βαραγκάρ). Ενώ είχε ακολουθήσει το ιερατικό στάδιο, πολύ νέος ανακάλυψε το ποιητικό του… … Dictionary of Greek
Γεωργούλης, Κωνσταντίνος — (Καλαμάτα 1894 – Αθήνα 1968). Φιλόλογος και εκπαιδευτικός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Βερολίνο και στο Φράιμπουργκ. Το 1940 διορίστηκε γενικός επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης. Από το 1941 ανέλαβε τη διεύθυνση του Διδασκαλείου Μέσης… … Dictionary of Greek
Γκρεγκορόβιους, Φέρντιναντ — (Ferdinand Gregorovius, 1821 – Μόναχο 1891). Γερμανός ιστορικός και λογοτέχνης. Ο Γ. υπήρξε συγγραφέας μεγάλου αριθμού ιστορικών μελετών και μονογραφιών. Παρακολούθησε μαθήματα θεολογίας και φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια του Κένιξμπεργκ και της… … Dictionary of Greek
Καβαμπάτα, Γιασουνάρι — (Yasunari Kawabata, Οσάκα 1899 – Τόκιο 1972). Ιάπωνας συγγραφέας. Αφού σπούδασε ζωγραφική, γεγονός που επέδρασε στη διαμόρφωση και εξέλιξή του ως συγγραφέα, αναγορεύθηκε διδάκτορας της αγγλικής και ιαπωνικής φιλολογίας στο Τόκιο (1924). Ως… … Dictionary of Greek
Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… … Dictionary of Greek
Μόρλεϊ, Κρίστοφερ Ντάρλινγκτον — (Christopher Darlington Morley, Πενσιλβάνια 1890 – Νέα Υόρκη 1954). Αμερικανός λογοτέχνης. Μετά την αναγόρευσή του ως διδάκτορα (1910) πήγε στην Αγγλία, όπου πέρασε τρία χρόνια στην Οξφόρδη. Όταν γύρισε στην πατρίδα του εξάσκησε το επάγγελμα του… … Dictionary of Greek